κροτίδα
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
Greek Monolingual
η
1. μικρό πυροτέχνημα που εκσφενδονίζεται με το χέρι και εκρήγνυται με κρότο μόλις προσκρούσει στο έδαφος, βαρελότο
2. άλλο είδος πυροτεχνήματος το οποίο αναφλέγεται με την τριβή και προκαλεί συνεχόμενες εκρήξεις, η τρακατρούκα
3. μικρό άνοιγμα σε βράχο, τοίχο ή άλλο μέρος στο οποίο τοποθετείται δυναμίτης για να προκληθεί ανατίναξη ή διάρρηξη
4. μεταλλική θήκη που περιέχει εκρηκτική ύλη
5. ακουστικό σήμα που χρησιμοποιείται στους σιδηροδρόμους για να βεβαιωθεί με ασφάλεια η απόλυτη στάθμευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρότος. Η λ., στον λόγιο τ. κροτίς, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγόριο Χαντσερή].