κρυσταλλόσαρκος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Greek Monolingual
κρυσταλλόσαρκος, -η, -ον (Μ)
αυτός που η σάρκα του είναι διάφανη και λαμπερή σαν το κρύσταλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + -σαρκος (< σάρξ, -κός), πρβλ. λιπόσαρκος, παχύσαρκος].