κυβιστής

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβιστής Medium diacritics: κυβιστής Low diacritics: κυβιστής Capitals: ΚΥΒΙΣΤΗΣ
Transliteration A: kybistḗs Transliteration B: kybistēs Transliteration C: kyvistis Beta Code: kubisth/s

English (LSJ)

κυβιστοῦ, ὁ, = Κυβιστητής (tumbler), dub. in M.Bulard La relig. domestique dans la colonie ital. de Délos 482 (vase).

Greek Monolingual

κυβιστής, ὁ (AM)
μσν.
πιθ. κυβευτής
αρχ.
θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυβιστητήρ, με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία), πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς].