κυφαγωγός

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυφαγωγός Medium diacritics: κυφαγωγός Low diacritics: κυφαγωγός Capitals: ΚΥΦΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: kyphagōgós Transliteration B: kyphagōgos Transliteration C: kyfagogos Beta Code: kufagwgo/s

English (LSJ)

ἵππος, ὁ, a horse that goes with the neck arched, X. Eq. 7.10.

German (Pape)

[Seite 1539] ἵππ ος, ein Pferd, das den Hals vorgebogen trägt; Xen. de re equ. 7, 10; Poll. 1, 197.

Greek Monolingual

κυφαγωγός, -όν (Α)
φρ. «κυφαγωγὸς ἵππος» — ίππος που βαδίζει με κυρτό τον αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + -αγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιππαγωγός, χαλιναγωγός].

Greek Monotonic

κῡφᾰγωγός: ὁ, αυτός που έχει χαμηλά το κεφάλι και καμπυλωτό το λαιμό, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κῡφᾰγωγός: adj. держащий голову вниз, с опущенной головой (ἵππος Xen.).

Middle Liddell

κῡφ-ᾰγωγός, οῦ, ὁ,
with neck arched and head low, of a horse, Xen.