Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κόνιδα

From LSJ

Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau

Menander, Monostichoi, 110

Greek Monolingual

και κονίδα, η (ΑM κονίς, -ίδος, Μ και κόνιδα)
αβγά ψείρας, ψύλλου ή κοριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κονίς, -ίδος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα knid «ψείρα, αβγό ψείρας» (το -ο- του τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολ. επίδραση της λ. κόνις «σκόνη») και συνδέεται με αγγλοσαξ. knitu, αρχ. άνω γερμ. (h)nir «αβγό ψείρας». Ο τονισμός στην προπαραλήγουσα (κόνιδα) οφείλεται πιθ. είτε σε αναλογία προς τα μεγεθ. θηλ. σε -α, που εμφανίζουν αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. σκαλί: σκάλα), είτε προς τον τ. κόνις.