κόροιφος
From LSJ
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
English (LSJ)
v. κόρυφος III.
German (Pape)
[Seite 1487] von οἰφέω, der ein Mädchen beschläft; Schol. Theocr. 4, 62; E. M.
Greek (Liddell-Scott)
κόροιφος: -ον, (οἰφάω) ὁ οἰφῶν, βινῶν, ἐγγαστρώνων τὰς κόρας, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 62.
Greek Monolingual
κόροιφος, -ον (δ. γρφ. κόρυφος) (Α)
αυτός που διαφθείρει τα κορίτσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + -οιφος (< οἴφω «συνουσιάζομαι»), πρβλ. φίλοιφος].