κότσι
From LSJ
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
Greek Monolingual
το (Μ κότσι [ν])
1. ο αστράγαλος του ποδιού
2. κάλος, τύλος
νεοελλ.
1. στον πληθ. τα κότσια
παιχνίδι που παίζεται με αστραγάλους
2. φρ. α) «βαστάνε τα κότσια του» ή «έχει γερά κότσια» — αντέχει, έχει δύναμη
β) «δεν παίζουμε τα κότσια» — δεν αστειευόμαστε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόττιον, υποκορ. του κόττος, ενώ κατ' άλλη άποψη από σλαβ. koštitsa].