κύρημα

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύρημα Medium diacritics: κύρημα Low diacritics: κύρημα Capitals: ΚΥΡΗΜΑ
Transliteration A: kýrēma Transliteration B: kyrēma Transliteration C: kyrima Beta Code: ku/rhma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, = κύρμα, windfall, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1536] τό, was Einem begegnet, zustößt, = κύρμα, von Suid. ἐπίτευγμα, ἕρμαιον erkl.

Greek (Liddell-Scott)

κύρημα: τό, = κύρμα, «ἐπίτευγμα, συγκύρημα, ἕρμαιον» Σουΐδ., Φώτ.

Greek Monolingual

κύρημα, τὸ (Α) κύρω
(κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) κύρμα.