λέχρις
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
English (LSJ)
Adv. crosswise, λ. τέμνων ἄπο μήδεα πατρός Antim.35, cf. A.R.1.1235, 3.238, 1160.
German (Pape)
[Seite 36] auf die Seite gelegt (λέγω, vgl. liquus, obliquus), in die Queere, schräg, λ. ἐπιχριμφθείς, Ap. Rh. 1, 1235. 3, 238.
French (Bailly abrégé)
adv.
de côté, obliquement.
Étymologie: R. Λεχ, être oblique ; cf. λοξός.
Greek (Liddell-Scott)
λέχρῐς: ἐπίρρ. ἐκ πλαγίου, πλαγίως, Λατ. oblique, λέχρις ἐπιχριμφθεὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1235., Γ. 238, 1160.
Greek Monolingual
λέχρις (Α)
επίρρ. πλαγίως, λοξά («λέχρις τέμνων ἄπο μήδεα πατρός», Αντίμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέχριος «εγκάρσιος», κατά τα επιρρ. ἄχρις, μέχρις].
Greek Monotonic
λέχρῐς: επίρρ., πλαγίως, δίπλα, λοξά, Λατ. oblique.