λειμωνοειδής

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειμωνοειδής Medium diacritics: λειμωνοειδής Low diacritics: λειμωνοειδής Capitals: ΛΕΙΜΩΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: leimōnoeidḗs Transliteration B: leimōnoeidēs Transliteration C: leimonoeidis Beta Code: leimwnoeidh/s

English (LSJ)

λειμωνοειδές, like meadows, grassy and flowery, Ceb.17.

German (Pape)

[Seite 24] ές, wiesenartig, gras- u. blumenreich, Cebes Tab. 17; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

λειμωνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς λειμῶνα, χλοερός, εὐανθής, Κέβης 17.

Greek Monolingual

λειμωνοειδής, -ές (Α) λειμών
αυτός που μοιάζει με λειμώνα, χλοερός, ευανθής.