λειπυρία
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
λειπῠρ-ίας, λειπῠρ-ικός, λειπῠρ-ιώδης, v. λιπ-.
German (Pape)
[Seite 25] ἡ, = λειπυρίας πυρετός, ὁ, d. i. λειποπυρίας, ein Fieber, das beim Eintritt des Parorysmus sogleich nachläßt, oder nach Anderen von λίαν, mit heftiger Hitze, Medic. Bei Hippocr. auch λιπυρίης.
Greek (Liddell-Scott)
λειπυρία: λειπῠρίας, λειπῠρικός, λειπῠριώδης, ἴδε ἐν λέξ. λιπ-.