λεπιδοειδής
From LSJ
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
English (LSJ)
λεπιδοειδές, like scales, of bones, Gal.2.713; λ. προσκολλήματα, of sutures, Id.UP9.18.
German (Pape)
[Seite 29] ές, schuppenförmig, -artig; Galen.; Poll. 2, 37.
Greek (Liddell-Scott)
λεπῐδοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς λεπίδας ἢ «λέπ~ια», Γαλην. τ. 4, σ. 188.
Greek Monolingual
-ές (Α λεπιδοειδής, -ές) λεπίς
αυτός που μοιάζει με λεπίδα ή με λέπι
νεοελλ.
φρ. «λεπιδοειδές οστό» — το τμήμα του κροταφικού οστού που παρεμβάλλεται μεταξύ σφηνοειδούς, βρεγματικού και ινιακού οστού και από το οποίο εκφύεται ο κροταφίτης μυς.