Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
η (Α λευκάκανθα και λευκάκανθος)
ονομασία, κοινή σήμερα, ενός είδους του γένους ράμνος
αρχ.
είδος κνίκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἄκανθα / ἄκανθος «φυτό με αγκάθια» (πρβλ. πυρ-άκανθα / πολυ-άκανθος)].