λευκαντής

From LSJ

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκαντής Medium diacritics: λευκαντής Low diacritics: λευκαντής Capitals: ΛΕΥΚΑΝΤΗΣ
Transliteration A: leukantḗs Transliteration B: leukantēs Transliteration C: lefkantis Beta Code: leukanth/s

English (LSJ)

λευκαντοῦ, ὁ, one who makes or paints white, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 33] ὁ, der Weißmachende, -färbende.

Greek Monolingual

ο, θηλ. λευκάντρια (AM λευκαντής) λευκαίνω
αυτός που λευκαίνει κάτι
νεοελλ.
1. ο ειδικός τεχνίτης που έχει ως έργο να λευκαίνει ή να αποχρωματίζει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα
2. (χημ. τεχνολ.) στερεά ή υγρή χημική ουσία που χρησιμοποιείται για τη λεύκανση ή τον αποχρωματισμό ινών, νημάτων, χαρτιού, υφασμάτων κ.ά. προϊόντων, αλλ. λευκαντικό μέσο.