λευκόκρας
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
λευκοκέφαλος, Hsch.; pl. -κρατες (-κέρατες cod.)· ἢ διὰ τὸ τοὺς ἐν Εὐβοίᾳ βοῦς λευκοὺς εἶναι, ἢ ἴσως ἀντὶ τοῦ λαμπρούς, Id.
German (Pape)
[Seite 34] = λευκοκέφαλος, Hesych. Vgl. λευκοκέρατες.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόκρας: ᾱτος, ὁ, ἡ, ἔχων λευκὴν κεφαλήν, Ἡσύχ.· ἴδε λευκοκέρατες.
Greek Monolingual
λευκόκρας (Α)
1. λευκοκέφαλος
2. (κατά τον Ησύχ.) «λευκόκρατες
ἡ διὰ τὸ τοὺς ἐν Εὐβοίᾳ βοῦς λευκοὺς εἶναι, ἢ ἴσως ἀντὶ τοῦ λαμπρούς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + κρας (ποιητ. τ. του κάρα «κεφαλή»)].