λιγυαχής
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
English (LSJ)
poet. for λιγυηχής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
au son perçant, clair, harmonieux.
Étymologie: λιγύς, ἦχος.
Russian (Dvoretsky)
λῐγῠᾱχής: дор. = *λῐγῠηχής.
German (Pape)
[ᾱ] dor. für λιγυηχής.