λιθοεργής
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ές, = λιθοεργός (turning to stone, stonemason) 1, Μέδουσα Opp. C. 3.222.
German (Pape)
[Seite 45] ές, zu Stein machend, versteinernd, Medusa, Opp. Cyn. 3, 222.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοεργής: -ές, = τῷ ἑπομ. Ι, Ὀππ. Κυν. 3. 222.
Greek Monolingual
λιθοεργής, -ές (Α)
λιθοεργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. ενεργής, Λυκιοεργής].