λινόπλεκτος
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
λινόπλεκτον, twisted of flax or plaited of flax, Nonn. D. 26.56 codd. λινόπληκτος, ον, shy of the net, of animals that have been caught and escaped, Plu.2.642a:—also λινοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, Hsch.: Sup. λινοπληγέστατος, ἰχθῦς Numen. ap. Ath.7.321b.
German (Pape)
[Seite 49] aus Flachs geflochten, Nonn. D. 26, 56.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόπλεκτος: -ον, πεπλεγμένος ἐκ λίνου, Νόνν. Δ. 26. 56.
Greek Monolingual
λινόπλεκτος, -ον (Α)
πλεγμένος με λίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πλεκτος (< πλέκω), πρβλ. εύπλεκτος, θεμίπλεκτος].