θεμίπλεκτος
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
θεμίπλεκτον, (πλέκω) rightly plaited, θ. στέφανος a well-earned crown (or, as Sch., twined with due ceremony), Pi.N.9.52.
German (Pape)
[Seite 1194] vom Rechte geflochten, rechtlich erwarben, στέφανος Pind. N. 9, 52.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tressé avec art.
Étymologie: θέμις, πλέκω.
Russian (Dvoretsky)
θεμίπλεκτος: досл. правильно сплетенный, перен. по праву полученный (στέφανος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
θεμίπλεκτος: -ον, (πλέκω) καλῶς πεπλεγμένος, θ. στέφανος, καλῶς, κανονικῶς πεποιημένος, δικαίως κτηθεὶς στέφανος, Πίνδ. Ν. 9. 125.
English (Slater)
θεμίπλεκτος woven according to right usage θεμιπλέκτοις ἁμᾶ Λατοίδα στεφάνοις ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος (N. 9.52)
Greek Monolingual
θεμίπλεκτος, -ον (Α)
1. ο πλεγμένος καλά, ο κατασκευασμένος ωραία
2. μτφ. ο δικαίως αποκτημένος («θεμίπλεκτος στέφανος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. θέμις (Ι) + πλεκτός (< πλέκω)].
Greek Monotonic
θεμίπλεκτος: ον (πλέκω), αυτός που έχει καλή, σωστή πλέξη· θεμίπλεκτος στέφανος, ένα στεφάνι που έχει αποκτηθεί δίκαια, με ορθό τρόπο, σε Πίνδ.
Middle Liddell
θεμί-πλεκτος, ον πλέκω
rightly plaited, θ. στέφανος a well-earned crown, Pind.