λιπαρόχρους

From LSJ

ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing

Source

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
de couleur bruillante ; à la peau luisante.
Étymologie: λιπαρός, χρόα.

Greek Monolingual

λιπαρόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει στιλπνό δέρμα, στιλπνό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός + -χρους(< -χροος < χρώς «επιδερμίδα-χρώμα»), πρβλ. μελανόχρους].

Middle Liddell

λῐπᾰρό-χρους, ουν χρόα
with shining skin, Theocr.

German (Pape)

zusammengezogen aus λιπαρόχροος.