λογιστεύω

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογιστεύω Medium diacritics: λογιστεύω Low diacritics: λογιστεύω Capitals: ΛΟΓΙΣΤΕΥΩ
Transliteration A: logisteúō Transliteration B: logisteuō Transliteration C: logisteyo Beta Code: logisteu/w

English (LSJ)

A administer as λογιστής, call upon to render accounts, τοὺς Σμυρναίους Philostr.VS 1.19.2, cf. Jahresh.23 Beibl.54 (Mopsuestia), IGRom.3.6, OGI722.10 (iv A. D.), etc.: c. gen., to be curator of, τῆς κολωνίας, τῆς… πόλεως, IG 5(1).524 (Laconia), OGI500.12 (Aphrodisias).
II metaph., ἡ φύσις λογιστεύει τὰ μόρια Sever.Clyst.p.6 D., cf. Suid.

Greek (Liddell-Scott)

λογιστεύω: εἶμαι λογιστής, διοικῶ ὡς λογιστής, τῶν κατὰ τὴν πόλιν Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 2· τοὺς Σμυρναίους Φιλόστρ. 512. ΙΙ. ἐξετάζω λογαριασμόν τινα· καθόλου, ἐξετάζω, Συλλ. Ἐπιγρ. 1399. 2790. - Κατὰ Σουΐδ., «λογιστεῦσαι, ἀπαριθμῆσαι, ἀναμετρῆσαι».

Greek Monolingual

λογιστεύω (AM λογιστής
διοικώ, κυβερνώ ως λογιστής
αρχ.
1. είμαι επιμελητής ή φροντιστής
2. μτφ. κυβερνώ, διευθύνω, διαχειρίζομαι («ἡ φύσις λογιστεύει τὰ μόρια», Σεβήρ. Ιατρ.).

German (Pape)

ein λογιστής sein, Philostr.; – eine Rechnung prüfen, und überhaupt prüfen, untersuchen, Suid. und Sp.