λοξόπορος
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
λοξόπορον, moving aslant, of the Moon, Hymn.Is.30.
Greek (Liddell-Scott)
λοξόπορος: -ον, ὁ πορευόμενος λοξῶς, ἐπὶ τοῦ ζῳδιακοῦ Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 573. 8.
Greek Monolingual
λοξόπορος, -ον (Α)
(για τη σελήνη) αυτός που πορεύεται λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + πόρος (πρβλ. αραιόπορος, στενόπορος)].