λυκίσκος
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον, ἢ ἄνοδος δόματος, Hsch. λῠκοβᾰτίας δρυμός· ἐν ᾧ οἱ λύκοι διατρίβουσι, Id. (post λυκαιχλίας).
Greek (Liddell-Scott)
λυκίσκος: «ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο (Α λυκίσκος) λύκος
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων φυτών δικότυλων φυτών humulus που ανήκουν στην οικογένεια κανναβίδες, οι κώνοι ενός είδους του οποίου χρησιμοποιούνται στη ζυθοποιία και στη φαρμακοποιία
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον ἢ ἄνοδος δόματος».