λυχνοῦχος

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυχνοῦχος Medium diacritics: λυχνοῦχος Low diacritics: λυχνούχος Capitals: ΛΥΧΝΟΥΧΟΣ
Transliteration A: lychnoûchos Transliteration B: lychnouchos Transliteration C: lychnoychos Beta Code: luxnou=xos

English (LSJ)

ὁ, (ἔχω) lampstand, καὶ τὸν λ. ἔκφερ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον Pherecr.40; διαστίλβονθ' ὁρῶμεν ὥσπερ ἐν καινῷ λ. Ar.Fr.8; ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον Alex.102, cf. Lys.Fr.83.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
flambeau ou lanterne.
Étymologie: λύχνος, ἔχω.

German (Pape)

Leuchterhalter oder Lampenhalter, nach B.A. eine Laterne, von λαμπτήρ und φανός unterschieden und erkl. als σκεῦός τι ἐν κύκλῳ ἔχον κέρατα, ἔνδον δὲ λύχνον ἡμμένον, διὰ τῶν κεράτων τὸ φῶς πέμποντα, also mit hörnerner Umgebung, statt des jetzt üblichen Glases; vgl. Ath. XV.699f. wo Beispiele aus den Com. beigebracht sind, und Lobeck zu Phryn. p. 60.

Russian (Dvoretsky)

λυχνοῦχος:подставка для светильника Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λυχνοῦχος: ὁ, (ἔχω) λυχνοστάτης ἐφ’ οὗ ὁ λύχνος ἐτοποθετεῖτο, καὶ τὸν λυχνοῦχον ἔκφερ’ ἐνθεὶς τὸν λύχνον Φερεκ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 5· διαστίλβονθ’ ὁρῶμεν ὥσπερ ἐν καινῷ λυχνούχῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 114· ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον Ἄλεξ. ἐν «Κηρυττομένῳ» 1, πρβλ. Λυσ. Ἀποσπ. 51, Bgk. ἐν Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ 1060, Λοβ. Φρύν. 60.

Greek Monolingual

λυχνοῦχος, ὁ (Α)
ο λυχνοστάτης («ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον», Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -οῦχος (< ἔχω)].

English (Woodhouse)

lamp stand

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

lampstand

Aramaic Classical Syriac: ܡܙܡܟܐ‎, ܡܢܪܬܐ‎; Chinese Mandarin: 燈臺/灯台, 燈座/灯座; Finnish: lampunjalka; Ancient Greek: λυχνοῦχος, λυχνίδιον; Gujarati: દીવી, સમેદાની; Kolami: జల్కెర; Latin: lychnuchus; Malagasy: fanaovan-jiro; Old Church Slavonic: свѣщило