ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
η (AM μάρανσις) μαραίνωμαρασμός, μάραμααρχ.1. ελάττωση, σμίκρυνση, έκλειψη2. (για τη φωτιά) το σβήσιμο, η σβέση3. (μετφ.) φθορά, παρακμή, αδυναμία («μαράνσει τὸν βίον ἐκλείπει», Αριστοτ.).