μάρανση

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

η (AM μάρανσις) μαραίνω
μαρασμός, μάραμα
αρχ.
1. ελάττωση, σμίκρυνση, έκλειψη
2. (για τη φωτιά) το σβήσιμο, η σβέση
3. (μετφ.) φθορά, παρακμή, αδυναμία («μαράνσει τὸν βίον ἐκλείπει», Αριστοτ.).