μαίωτρα
From LSJ
ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
English (LSJ)
τά, midwife's wages, Luc.D Deor.8.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
honoraires d'une sage-femme.
Étymologie: μαιόω.
Russian (Dvoretsky)
μαίωτρα: τά плата повивальной бабке Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μαίωτρα: τά, μισθὸς ἢ ἀμοιβὴ τῆς μαίας, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 8. 2.
Greek Monolingual
μαίωτρα, τὰ (Α)
η αμοιβή της μαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαιοῦμαι + επίθημα -τρα (πρβλ. δίδακτρα)].
Greek Monotonic
μαίωτρα: τά (μαιόομαι), αμοιβή μαίας, σε Λουκ.