μακεδονικός
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM μακεδονικός, -ή, -ον) Μακεδόνες
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μακεδονία ή στους Μακεδόνες ή αυτός που προέρχεται από τη Μακεδονία (α. «μακεδονική διάλεκτος» β. «τὸ Μακεδονικὸν στράτευμα», Ξεν.)
νεοελλ.
1. (το θηλ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η Μακεδονική και τα Μακεδονικά
η διάλεκτος τών Μακεδόνων
2. φρ. α) «μακεδονικός αγώνας» — ο ένοπλος αμυντικός αγώνας τών Ελλήνων εναντίον τών βουλγαρικών συμμοριών που δρούσαν στη Μακεδονία πριν από την απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό
β) «μακεδονικό κομιτάτο» — βουλγαρική οργάνωση που έδρασε τρομοκρατικά εναντίον τών Ελλήνων στη Μακεδονία στις αρχές του αιώνα μας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo μακεδονικόν
ονομασία φαρμάκου.
επίρρ...
μακεδονικώς (Α μακεδονικῶς)
με μακεδονικό τρόπο, σύμφωνα με τα ήθη και τα έθιμα τών Μακεδόνων.