Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαρκαλίζω

From LSJ
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

και μαρκαλώ
(για ζώα και ιδίως τράγους και κριάρια) έρχομαι σε σεξουαλική επαφή, οχεύω, επιβαίνω, βατεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. marr-kal «παίρνω άλογο»].