μαρτυροποιέομαι
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
Greek (Liddell-Scott)
μαρτῠροποιέομαι: ἀποθ., καλῶ εἰς μαρτυρίαν, Κορνοῦτ. περὶ Θεῶν Φύσ. 16· ἀλλ’ ὡσαύτως, ΙΙ. μαρτυρῶ, ὡς τὸ μαρτύρομαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1732.
German (Pape)
zum Zeugen machen, anrufen, Sp.
Greek Monolingual
μαρτυροποιώ, μαρτυροποιέω (Α)
1. παρέχω μαρτυρία
2. μέσ. μαρτυροποιοῦμαι, μαρτυροποιέομαι
α) καλώ κάποιον για μαρτυρία
β) βεβαιώνω ενόρκως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρτυς + ποιῶ, μέσω ενός αμάρτυρου μαρτυροποιός].