μαχητικότητα

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

η μαχητικός
1. η ιδιότητα του μαχητικού, το να είναι κανείς ορμητικός ή θαρραλέος στη μάχη, η διάθεση ή θέληση για μάχη
2. μτφ. αγωνιστική διάθεση, τόλμη και αποφασιστικότητα
3. (κατ' επέκτ.) η εριστικότητα («η μαχητικότητα που τον διακρίνει στις πολιτικές συζητήσεις τον κάνει αντιπαθητικό στους άλλους»).