Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεγαλοπάρῃος

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοπάρῃος Medium diacritics: μεγαλοπάρῃος Low diacritics: μεγαλοπάρηος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΑΡΗΟΣ
Transliteration A: megalopárēios Transliteration B: megaloparēos Transliteration C: megaloparios Beta Code: megalopa/rh|os

English (LSJ)

[πᾰ], ον with great cheeks, Apollon.Lex. s.v. ἱππόβοτος.

German (Pape)

[Seite 107] erkl. Apoll. L. H. ἱπποπάρῃος.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοπάρῃος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας παρειάς, Ἀπολλωνίου Λεξ. Ὁμ. σ. 367, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἱπποπάρῃος.

Greek Monolingual

μεγαλοπάρῃος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλες παρειές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -πάρῃος (< παρειαί), πρβλ. καλλιπάρηος, χαλκοπάρηος].