μειουρίζω

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειουρίζω Medium diacritics: μειουρίζω Low diacritics: μειουρίζω Capitals: ΜΕΙΟΥΡΙΖΩ
Transliteration A: meiourízō Transliteration B: meiourizō Transliteration C: meiourizo Beta Code: meiouri/zw

English (LSJ)

v. μυουρίζω

German (Pape)

[Seite 116] den Schwanz kürzer machen, übh. abstutzen, ἐς κορυφήν, Nicomach. arith. 2, 13.

Greek (Liddell-Scott)

μειουρίζω: ποιῶ τὸ ἄκρον μεῖον, κολοβώνω, περικόπτω, Νικομ. Ἀριθμ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω τὸ ἄκρον μεῖον, εἶμαι κολοβὸς, διάφ. γραφ. ἐν Διον. Π. 404.

Greek Monolingual

μειουρίζω (Α) μείουρος
1. (μτβ.) (σχετικά με εξάμετρο στίχο) καθιστώ μείουρο
2. (αμτβ.) είμαι μείουρος.