μελανόκωλος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
μελανόκωλον, black-limbed, Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόκωλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα κῶλα, μέλη, Ζωναρ.
Greek Monolingual
μελανόκωλος, -ον (ΑM)
αυτός που έχει μαύρα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κῶλον (πρβλ. αγκυλό-κωλος, ορθό-κωλος)].