μενεγχής

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενεγχής Medium diacritics: μενεγχής Low diacritics: μενεγχής Capitals: ΜΕΝΕΓΧΗΣ
Transliteration A: menenchḗs Transliteration B: menenchēs Transliteration C: menegchis Beta Code: menegxh/s

English (LSJ)

μενεγχές, = μεναίχμης, A.Eleg.3.

Greek Monolingual

μενεγχής, -ές (Α)
μεναίχμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- του μένω + -εγχής (< ἔγχος «ακόντιο, κοντάρι»), πρβλ. δολιχεγχής].

German (Pape)

ές, = μεναίχμης, ἄνδρες, Aeschyl. ep. 1 (VII.255).