μενθήρη

From LSJ

ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενθήρη Medium diacritics: μενθήρη Low diacritics: μενθήρη Capitals: ΜΕΝΘΗΡΗ
Transliteration A: menthḗrē Transliteration B: menthērē Transliteration C: menthiri Beta Code: menqh/rh

English (LSJ)

ἡ, = φροντίς, prob. in Panyas. 12 (post v. 15), cf. Hsch., EM580.6 (pl.; μενθῆρες f.l. in Suid.).

Greek Monolingual

μενθήρη, ἡ (Α)
η φροντίδα, η μέριμνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θ. μενθ- (βλ. λ. μανθάνω) + επίθημα -ήρη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: φροντίς, μέριμνα (Panyas. 12 [?], H., EM, Suid.).
Other forms: Cf. μενθηριῶ μεριμνήσω, διατάξω H., and ἀ-μενθήριστος = ἀφρόντιστος, ἀμέριμνος (Timo 59; codd. ἀπ-).
Derivatives: Cf. μενθηριῶ μεριμνήσω, διατάξω H., and ἀ-μενθήριστος = ἀφρόντιστος, ἀμέριμνος (Timo 59; codd. ἀπ-).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Perhaps with suffixal -ήρη (cf. μέρμηραι, -ρίζω) to μανθάνω; s. v. Cf. μοῦσα.

Frisk Etymology German

μενθήρη: {menthḗrē}
Grammar: f.
Meaning: φροντίς, μέριμνα (Panyas. 12 [?], H.,EM, Suid.)
Derivative: mit μενθηριῶ· μεριμνήσω, διατάξω H., ἀμενθήριστος = ἀφρόντιστος, ἀμέριμνος (Timo 59; codd. ἀπ-).
Etymology: Vielleicht mit suffixalem -ήρη (vgl. μέρμηραι, -ρίζω) zu μανθάνω; s. d. Vgl. μοῦσα.
Page 2,207