[Seite 138] εσσα, εν, = μεσήεις, Maneth. 4, 65, l. d.
μεσόεις, -εσσα, -εν (Α)μέσος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερόεις)].