μεταποίηση

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

η (ΑΜ μεταποίησις) μεταποιώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταποιώ, μεταβολή, τροποποίηση, μετασχηματισμός («αυτό το φόρεμα θέλει μεταποίηση»)
νεοελλ.
(οικον.) α) δραστηριότητα που συνίσταται στον μετασχηματισμό πρώτων υλών και άλλων υλικών σε νέα τελικά προϊόντα, που διαφέρουν είτε στη μορφή είτε στις ιδιότητες και τις λειτουργίες από εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή τους
β) ο αντίστοιχος κλάδος της οικονομίας
αρχ.
1. απαίτηση, αξίωση
2. πρόσκτηση.