μεταρίθμιος

From LSJ

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετᾰρίθμιος Medium diacritics: μεταρίθμιος Low diacritics: μεταρίθμιος Capitals: ΜΕΤΑΡΙΘΜΙΟΣ
Transliteration A: metaríthmios Transliteration B: metarithmios Transliteration C: metarithmios Beta Code: metari/qmios

English (LSJ)

μεταρίθμιον, counted among, ἀθανάτοισιν h.Hom.26.6, cf. A.R. 1.205; in tmesi, v. ἀρίθμιος ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 153] unter die Zahl gehörig, dazu gerechnet; ἀθανάτοισιν, H. h. 25, 6; Ap. Rh. 1, 205; Opp. Hal. 2, 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui compte parmi, qui est en honneur parmi, τινι.
Étymologie: μετά, ἀριθμός.

Russian (Dvoretsky)

μετᾰρίθμιος: (со)причисляемый, причисленный (ἀθανάτοισιν HH).

Greek (Liddell-Scott)

μετᾰρίθμιος: -ον, ὁ καταλεγόμενος μεταξύ..., ἀθανάτοισιν Ὁμ. Ὕμν. 25. 6, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 205.

Greek Monolingual

μεταρίθμιος, -ον (Α)
1. αυτός που συγκαταλέγεται ή συναριθμείται μεταξύ άλλων
2. (κατ' επέκτ.) ο ισότιμος
3. αυτός που λαμβάνεται υπ' όψιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀρίθμιος (< ἀριθμός), πρβλ. αναρίθμιος, ισαρίθμιος].

Greek Monotonic

μετᾰρίθμιος: -ον (ἀριθμός), αυτός που προσμετράται μεταξύ άλλων, με δοτ. πληθ., σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

μετ-ᾰρίθμιος, ον ἀριθμός
counted among others, c. dat. pl., Hhymn.