μηλοκόμος
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
Dor. μαλοκόμος, ον, sheep-protecting, βόαυλα Hymn.Is.164.
German (Pape)
[Seite 173] Schaafe pflegend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μηλοκόμος: -ον, ὁ προστατεύων τὰ πρόβατα, βόαυλα, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1028. 74.
Greek Monolingual
μηλοκόμος, δωρ. τ. μαλοκόμος, -ον (Α)
αυτός που εκτρέφει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήλον (ΙΙ) «πρόβατο» + -κομος (< κομῶ «ασχολούμαι, φροντίζω»), πρβλ. γηροκόμος, ιπποκόμος].