μισθαποχή

From LSJ

ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθαποχή Medium diacritics: μισθαποχή Low diacritics: μισθαποχή Capitals: ΜΙΣΘΑΠΟΧΗ
Transliteration A: misthapochḗ Transliteration B: misthapochē Transliteration C: misthapochi Beta Code: misqapoxh/

English (LSJ)

ἡ,
A contract for hire with payment in advance, BGU409.10 (iv A. D.), PGen.70.15 (iv A.D.).
II receipt for wages, PKlein. Form.324.6 (vi A.D.).

Greek Monolingual

μισθαποχή, ἡ (Α)
1. συμβόλαιο μισθώσεως με προκαταβολική πληρωμή του μισθώματος
2. είσπραξη μισθού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀποχή «απόδειξη εξοφλήσεως χρέους» (πρβλ. καταποχή)].