μονοζυγής
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
μονοζυγές, = μόνοζυξ (yoked alone), σάνδαλον APl. 4.308 (Eugenes).
German (Pape)
[Seite 203] = Folgdm, σάνδαλον, Euen. ep. (Plan. 308).
Greek Monolingual
μονοζυγής, -ές (Α)
μονόζυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ζυγής (< θ. ζυγ- του ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-ζύγ-ην), πρβλ. ισοζυγής, καλλιζυγής].