μορμωτός

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορμωτός Medium diacritics: μορμωτός Low diacritics: μορμωτός Capitals: ΜΟΡΜΩΤΟΣ
Transliteration A: mormōtós Transliteration B: mormōtos Transliteration C: mormotos Beta Code: mormwto/s

English (LSJ)

μορμωτή, μορμωτόν, (as if from *μορμόω) frightful, Lyc.342.

German (Pape)

[Seite 208] gefürchtet, schrecklich, Lycophr. 349.

Greek (Liddell-Scott)

μορμωτός: -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ μορμόω) φοβερός, τρομερός, Λυκόφρ. 342.

Greek Monolingual

μορμωτός, -ή, -όν (Α)
φοβερός, τρομερός, τερατώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορμώ (πρβλ. ανθρωπωνύμιο Μόρμωττος)].