μουσικῶς
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (Woodhouse)
(see also: μουσικός) artistically
French (Bailly abrégé)
adv.
1 selon les règles de la musique;
2 avec art, avec goût;
Cp. μουσικωτέρως, Sp. μουσικώτατα.
Étymologie: μουσικός.
Russian (Dvoretsky)
μουσικῶς:
1 соответственно правилам музыки, музыкально Plat.;
2 гармонично, слаженно, стройно (ὀρθῶς καὶ μ. Plat.; εὐρύθμως καὶ μ. Isocr.): οὕτοι οἱ λόγοι ἀμφότεροι οὐ πάνυ μ. λέγονται Plat. оба эти утверждения не вполне согласуются друг с другом.