μπαταρία

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source

Greek Monolingual

η
1. (ηλεκτρ.) ηλεκτρικός συσσωρευτής
2. τεχνολ. διάταξη από βρύσες λουτρού ή κουζίνας που χρησιμεύει για την ανάμιξη του θερμού με το κρύο νερό
3. μουσ. ονομασία της ομάδας των κρουστών οργάνων μιας ορχήστρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bataria (πρβλ. γαλλ. batterie < battre < λατ. bat(t)uo «κόπτω, κρούω»)].