πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
και μπιμπίλα, η1. στρίφωμα σε εσώρουχα ή μαντίλια2. λεπτή χειροποίητη με βελόνι δαντέλα, ιδίως στο άκρο εσωρούχων και κεντημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκ. bir-biri «το ένα μετά το άλλο, στη σειρά»].