ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστί → nothing is greater or equal to love
μυκαρός, -ά, -όν (Α)αυτός που έχει την τάση να μυκάται.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι «μουγκρίζω» + κατάλ. -αρός (πρβλ. γεραρός, λιπαρός)].