μυκαρός

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source

Greek Monolingual

μυκαρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει την τάση να μυκάται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι «μουγκρίζω» + κατάλ. -αρός (πρβλ. γεραρός, λιπαρός)].