μυττός

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυττός Medium diacritics: μυττός Low diacritics: μυττός Capitals: ΜΥΤΤΟΣ
Transliteration A: myttós Transliteration B: myttos Transliteration C: myttos Beta Code: mutto/s

English (LSJ)

μυττόν,
A dumb, Hsch.
II = γυναικεῖον αἰδοῖον, Id.

German (Pape)

[Seite 223] mutus, stumm, Hesych.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
litt. « le muet » (antonyme de τιτίς en quelque sorte), pour désigner le sexe de la femme.
Étymologie: DELG plaisanterie.

Greek (Liddell-Scott)

μυττός: -όν, Λατ. mutus, «ἐν[ν]εός. καὶ τὸ γυναικεῖον» Ἡσύχ.· πρβλ. μύδος.

Greek Monolingual

μυττός, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐν[ν]εός (άφωνος)
καὶ τὸ γυναικεῖον (αἰδοῖον)».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «άφωνος» συνδέεται με τις συνώνυμες λ. μυττός και μύτις. Δεν είναι βέβαιο αν τα -ττ- ανάγονται σε -κy-, (μυττός < μυ-κy-ός), ενώ είναι πιθανό να αποτελούν εκφραστικό διπλασιασμό. Η λ. δήλωνε επίσης και το γυναικείο αιδοίο, χρήση που ανάγεται πιθανόν σε αστεϊσμό και επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία κύριων ον., όπως λ. χ. Μυτᾶς, Μύτις, Μυτίων].

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: τὸ γυναικεῖον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 218 compares βύττος τὸ γυναικαῖον αἰδοῖον H, which proves Pre-Greek origin. Cf. μυκός
See also: s. μυκός