μύρτινος

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρτῐνος Medium diacritics: μύρτινος Low diacritics: μύρτινος Capitals: ΜΥΡΤΙΝΟΣ
Transliteration A: mýrtinos Transliteration B: myrtinos Transliteration C: myrtinos Beta Code: mu/rtinos

English (LSJ)

η, ον, of myrtle, στέφανος Eub.99; (μύρον) Thphr. De Odoribus 28.

German (Pape)

[Seite 222] = μύρσινος, στέφανος, Euhul. Ath. XV, 679 e.

Greek (Liddell-Scott)

μύρτῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μύρτου κατεσκευασμένος, στέφανος Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 4· πρβλ. μύρσινος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μύρτινος, -η, -ον) μύρτος
αυτός που είναι φτειαγμένος από μυρτιά.