νήστειρα
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ἡ, fem. of νήστης 1, as adjective, Nic.Al.130, f.l. in Id.Th.862.
German (Pape)
[Seite 254] ἱ, die Fastende, Nic. Al. 130 Th. 862.
Greek (Liddell-Scott)
νήστειρα: ἡ, θηλ. τοῦ νήστης, ν. πόσις, φάρμακον λαμβανόμενον ὅταν τις εἶναι νῆστις, πρὸ τοῦ φαγητοῦ, Νικ. Ἀλεξιφ. 130. Θηρ. 862.