νεύστης

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

German (Pape)

[Seite 248] ὁ, der Schwimmer, Schiffer.

Greek Monolingual

νευστής, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κολυμβητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νευσ- του νέω (Ι) «κολυμπώ» (πρβλ. αόρ. -νευ-σα) + επίθημα -της].